σταυραετός

σταυραετός
σταυραετόςϊτός ο
1) орёл (небольшой); 2) πλ. ист. «орлы» (почётное название героев национально-освободительной борьбы XIX в.); 3) перен. орёл, молодчина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σταυραετός" в других словарях:

  • σταυραετός — σταυραετός, ο και σταυραϊτός, ο είδος αετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυραετός — και σταυραϊτός, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού αετού Hieraetus pennatus, τής οικογένειας ακκιπιτρίδες 2. τιμητική προσωνυμία τών κλεφτών που πολεμούσαν τους Τούρκους κατά την τουρκοκρατία 3. μτφ. τιμητική προσωνυμία γενναίου παληκαριού …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»